- ἐμασῶντο
- они кусали
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐμασῶντο — μασάομαι chew imperf ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)